κερατίνη

κερατίνη
Ινώδης πρωτεΐνη που ανήκει στην ομάδα των σκληροπρωτεϊνών. Είναι διαδεδομένη στους ζωικούς οργανισμούς, όπου έχει στηρικτικό ρόλο· συναντάται στο δέρμα, στα νύχια, στις οπλές των ζώων, στο τρίχωμα και στα φτερά. Η κ. είναι αδιάλυτη στο νερό και σχεδόν σε όλους τους διαλύτες και πολύ ανθεκτική ακόμα και σε διαλύματα οξέων και αλκαλίων. Υφίσταται δύσκολα πρωτεόλυση και είναι σχεδόν απρόσβλητη από τα ένζυμα, το γαστρικό και το παγκρεατικό υγρό. Οι κ. των ζώων δεν έχουν όλες την ίδια αμινοξική σύσταση. Ωστόσο περιέχουν πάντοτε κυστίνη –σε ποσοστό περίπου 25%–, η οποία περιλαμβάνει θείο και έχει την ικανότητα να σχηματίζει ισχυρούς δισουλφιδικούς δεσμούς (-S-S-) με άλλα μόρια κυστίνης· σε αυτό το χαρακτηριστικό της η κ. οφείλει τη μεγάλη της σταθερότητα. Αν γίνει επεξεργασία της κ. με νιτρικό οξύ, τότε αυτή αποκτά κίτρινο χρώμα, το οποίο οφείλεται στη χαρακτηριστική αντίδραση ορισμένων αμινοξέων που τη συνιστούν (ξανθοπρωτεϊνική αντίδραση). Χαρακτηριστική είναι και η μυρωδιά της καιόμενης κ., που οφείλεται στην παρουσία του θείου. Η κ. δεν έχει πολλές βιομηχανικές εφαρμογές· χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική για την επικάλυψη χαπιών, τα οποία πρέπει να φτάσουν ανέπαφα στα έντερα.
* * *
η
(βιοχ.) ινώδης σκληροπρωτεΐνη, δομικός λίθος τών τριχών, τών νυχιών, τών κεράτων, τών οπλών, τού ερίου, τών φτερών και τών επιθηλιακών κυττάρων στα εξωτερικά στρώματα τού δέρματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratine < kerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + κατάλ. -ine].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κερατίνη — η οργανική ουσία από την οποία αποτελείται η εξωτερική στιβάδα της επιδερμίδας του ανθρώπου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κερατίνη — κερᾱτίνη , κεράτινος made of horn fem nom/voc sg (attic epic ionic) κερατίνης the fallacy called the Horns masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερατίνῃ — κερᾱτίνῃ , κεράτινος made of horn fem dat sg (attic epic ionic) κερατίνης the fallacy called the Horns masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλή — Κεράτινη θήκη που περιβάλλει το άκρο του δαχτύλου ή των δαχτύλων με τα οποία τα οπληφόρα ζώα στηρίζονται στο έδαφος. Τυπική ο. είναι εκείνη των Ιππιδών, στους οποίους καλύπτει την τελευταία φάλαγγα του τρίτου δαχτύλου: το χοντρό και ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • έκδυση — Φαινόμενο που παρατηρείται κατά περιόδους σε πολλά ζώα και συνίσταται στην ανανέωση ολόκληρου ή μέρους του περιβλήματός τους ή των παραγώγων του. Η έ. είναι απαραίτητη στα αρθρόποδα για την αύξηση του σώματός τους, επειδή το περίβλημά τους… …   Dictionary of Greek

  • κεράτινος — η, ο (Α κεράτινος, ίνη, ον) [κέρας] ο κατασκευασμένος από κέρατα («ἔπινον ἐκ κερατίνων ποτηρίων», Ξεν.) νεοελλ. φρ. ανατ. «κεράτινη στιβάδα» το σκληρό εντελώς εξωτερικό τμήμα τού δέρματος που αποτελείται από λεπιοειδή πέταλα σχηματισμένα από τα… …   Dictionary of Greek

  • κερατινοποίηση — η 1. (βιοχ.) η μετατροπή τών σκληροπρωτεϊνών τού πρωτοπλάσματος τών κυττάρων σε κερατίνη 2. φυσιολ. η εξεργασία με την οποία τα κύτταρα τής επιδερμίδας και τών εξαρτημάτων τού δέρματος εμποτίζονται με κερατίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν.… …   Dictionary of Greek

  • ράμφος — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • ραμφός — Τυπική προέκταση του κεφαλιού των πουλιών, με γνάθους χωρίς δόντια και καλυμμένες από μια κεράτινη θήκη, λιγότερο ή περισσότερο σκληρή, που λέγεται ραμφοθήκη. To ρ. χρησιμεύει για τη σύλληψη και τον θρυμματισμό της τροφής και για άμυνα·… …   Dictionary of Greek

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”